- ἡσυχίδας
- ἡσυχίδας, δόμος, ruhig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ησυχίδας — ἡσυχίδας, ό (Α) [ήσυχος] αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, ήσυχος (ἡσυχίδας δόμος») … Dictionary of Greek
ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος … Dictionary of Greek